ἀνήκοντες

ἀνήκοντες
ἀνήκω
to have come up to
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… …   Dictionary of Greek

  • κυδρός — κυδρός, ά, όν (Α) 1. ένδοξος, επιφανής («Ἥρη... Διὸς κυδρὴ παράκοιτις», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) υπερήφανος, καμαρωτός 3. φρ. «κυδρότερον πίνω» πίνω με μεγαλύτερη όρεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος + επίθημα ρός (πρβλ. αισχ ρός, ψυχ ρός). Κατά μία τολμηρή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”